κανηφορέω

Revision as of 17:42, 22 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Geräth" to "Gerät")

English (LSJ)

carry a basket, Ph.2.55, al.; esp. carry the sacred basket in procession, Ar.Lys.646, al., IG2.1204, al., 3.921; κ. Παναθηναίοις Arist.Ath.18.2; also κανηφορήσασαν Δήλια καὶ Ἀπολλώνια Durrbach Choix d' Inscriptions de Délos 115 (ii B.C.); τῷ Διὶ τῷ βασιλεῖ Plu.2.772a; Ἴσιδι CIG2298 (Delos), cf. 3602 (Ilium).

German (Pape)

[Seite 1320] den Korb mit den heiligen Geräten in der Procession tragen, wozu man die schönsten Jungseauen auswählte, Ar. Lys. 646. 1194; τῷ Διΐ Plut. amator. narr. 1; Inscr.

French (Bailly abrégé)

κανηφορῶ :
être canéphore.
Étymologie: κανηφόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κανηφορέω [κανηφόρος] relig. manddraagster zijn (in een processie).

Russian (Dvoretsky)

κᾰνηφορέω: культ. нести священные корзины в торжественных шествиях Arph., Plut.

Greek Monotonic

κᾰνηφορέω: μέλ. -ήσω, κρατώ το ιερό κάνιστρο σε πομπή, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνηφορέω: φέρω τὸ ἱερὸν κάνιστρον ἐν πομπῇ, Ἀριστοφ. Λυσ. 646, 1194, Ἐκκλ. 732, Συλλ. Ἐπιγρ. 431β (προσθῆκαι), κ. ἀλλ.· ἔμελλε γὰρ τῷ Διῒ τῷ βασιλεῖ κανηφορεῖν Πλούτ. 2.771F· Ἴσιδι Συλλ. Ἐπιγρ. 2298, πρβλ. 8602-3· - ἴδε κανηφόρος.

Middle Liddell

κᾰνηφορέω, fut. -ήσω
to carry the sacred basket in procession, Ar. [from κανηφόρος