ἀποτμήγω
English (LSJ)
Ep. for ἀποτέμνω,
A cut off from, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος Il.22.456; τὸν . . λαοῦ ἀποτμήξαντε 10.364, etc. 2 cut off, sever, χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας 11.146; μήδεα Hes.Th.188; κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι plough the hill-sides, Il.16.390:— Pass., μοῦνοι ἀποτμηγέντες A.R.4.1052: c. gen., τοῦ ἑνός Dam.Pr. 34.
German (Pape)
[Seite 331] p. = ἀποτέμνω, abschneiden, λαιμὸν ἀποτμήξειε (v. l. ἀπαμήσειε) σιδήρῳ Iliad. 18, 34; τῷ (ἄορι) οἱ ἀποτμήξας (v. l. ἀποπλήξας) κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι Od. 10, 440; χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας (v. l. πλήξας) Iliad. 11, 146; κλιτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι 16, 390; μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος 22, 456; τὸν λαοῦ ἀποτμήξαντε διώκετον 10, 364; ὡς εἴ ἑ βιῴατο μοῦνον ἐόντα ἀποτμήξαντες ἐνὶ ὑσμίνῃ 11, 468; – Hes. Th. 188; Ap. Rh. 4, 1502.