κεχυμένως
English (LSJ)
Adv., (χέω)
A profusely, πρὸς τὰς δόσεις κέχρηται τῷ βαλλαντίῳ Alciphr.3.65.
German (Pape)
[Seite 1429] verschwenderisch, Alciphr. 3, 65 χρῆσθαι τῷ βαλαντίῳ.
Adv., (χέω)
A profusely, πρὸς τὰς δόσεις κέχρηται τῷ βαλλαντίῳ Alciphr.3.65.
[Seite 1429] verschwenderisch, Alciphr. 3, 65 χρῆσθαι τῷ βαλαντίῳ.