προακούω

Revision as of 19:45, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_4)

English (LSJ)

   A hear beforehand, τι Hdt.2.5, 5.86, etc.; τῶν ἐνυπνίων Plb.10.5.5; περί τινος D.22.35; προακηκόεε ὅτι . . Hdt.8.79; προακηκοότες ὡς εἶχε how matters stood, Id.6.16; of a horse, τοῖς ὠσὶ προακούοντα σημαίνειν X.Cyr.4.3.21.

German (Pape)

[Seite 706] (s. ἀκούω), vorher, voraus hören; προακήκοε ὅτι, Her. 8, 79; Dem. 24, 17 u. öfter; προακηκοότες καὶ ἐν τοῖς πρόσθεν, Plat. Legg. VII, 797 a; οἱ προακηκοότες τῶν ἐνυπνίων, Pol. 10, 5, 5; Sp., wie Plut. u. Luc.