ἐνείργω
English (LSJ)
aor. ἐνεῖρξα,
A shut up in, εἰς κιβωτόν Sch.Pi.P.10.72; τῷ ταύρῳ Phalar.Ep.136.1:—Pass., χοῖρος ἐνειρχθεὶς σιρῷ Tz.H.6.250.
aor. ἐνεῖρξα,
A shut up in, εἰς κιβωτόν Sch.Pi.P.10.72; τῷ ταύρῳ Phalar.Ep.136.1:—Pass., χοῖρος ἐνειρχθεὶς σιρῷ Tz.H.6.250.