ἐξαλλοτριόω
English (LSJ)
A export, Str.5.1.9. II divert, alienate, πόρον εἰς ἑτέρας χρείας BSA17.229 (Pamphyl.), cf. PGiss.2.24 (ii B. C.). 2 alienate, estrange, τὸν πολιτικὸν ὄχλον D.H.11.39; τοὺς πολλοὺς πρὸς τοὺς ἀρίστους S.E.M.2.42:—Pass., to be estranged, LXX 1 Ma.12.10.