ἀντεισενεκτέον
English (LSJ)
A one must introduce instead, Hermog. Stat.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεισενεκτέον: (ἀντεισφέρω) δεῖ ἀντεισφέρειν ἢ ἀντεισενεγκεῖν, Συνέσ. π. βασιλ. § 28.
A one must introduce instead, Hermog. Stat.3.
ἀντεισενεκτέον: (ἀντεισφέρω) δεῖ ἀντεισφέρειν ἢ ἀντεισενεγκεῖν, Συνέσ. π. βασιλ. § 28.