ἀμυγδαλοειδής
English (LSJ)
ές,
A like the almond or almond-tree, Dsc.4.164.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυγδᾰλοειδής: -ές, ὅμοιος ἀμυγδάλῳ ἢ ἀμυγδαλῇ, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Διοσκ.
ές,
A like the almond or almond-tree, Dsc.4.164.
ἀμυγδᾰλοειδής: -ές, ὅμοιος ἀμυγδάλῳ ἢ ἀμυγδαλῇ, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Διοσκ.