ἔνεδρος
English (LSJ)
ὁ,
A inmate, inhabitant, S.Ph.153 (lyr.). II ἔνεδρος, α, ον, anal, σύριγγες Megesap.Orib.44.24.1,11.
German (Pape)
[Seite 836] einfäßig, Einwohner, Soph. Phil. 153.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνεδρος: -ον, (ἕδρα) ἔνοικος, αὐλὰς ποίας ἔνεδρος ναίει Σοφ. Φιλ. 153. ΙΙ. ἐνεδρευτής, Μαυρικ. Στρατηγ. 2. 4, σ. 57.