προοπτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for foreseeing, Προοπτικόν, τό, title of work by Heraclides, D.L.5.88.
Greek (Liddell-Scott)
προοπτικός: -ή, -όν, ὁ, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρόβλεψιν, προορατικός· Προοπτικά, τά, ὄνομα συγγράμματος τοῦ Ἡρακλείδου, Διογ. Λ. 5. 88.