προοπτικός

Revision as of 09:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for foreseeing, Προοπτικόν, τό, title of work by Heraclides, D.L.5.88.

Greek (Liddell-Scott)

προοπτικός: -ή, -όν, ὁ, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρόβλεψιν, προορατικός· Προοπτικά, τά, ὄνομα συγγράμματος τοῦ Ἡρακλείδου, Διογ. Λ. 5. 88.