όν,
A making marrow, i. e. strengthening, Sch. D Od. 2.290.
[Seite 213] markmachend, stärkend, Schol. Od. 2, 290.
μυελοποιός: -όν, ὁ ποιῶν μυελόν, δηλ. ἐνισχύων, Σχολ. εἰς Ὀδ. Β. 290.