ἀφάλλομαι

Revision as of 09:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

aor. inf.

   A ἀφάλασθια Ael.VH6.14; Ep. aor. part. ἀπάλμενος Bion Fr.10.15:—spring off or down from, πήδημα κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο A.Pers.305; ἐπὶ τὴν κεφαλὴν . . ἀφήλατο jumped off on to his head, Ar.Nu.147; ἀφαλόμενος τοῦ ἵππου Plu.Caes.27, cf. Ael. l.c.; of a river, τῆς πέτρας πλεῖον ἢ στάδιον ἀ. τὴν καταφοράν Plb.10.48.5.    2 jump, bound, of a quick pulse, Ruf.Syn.Puls.7.5.    II rebound, glance off, ἀπὸ τῶν λείων Arist. de An.420a22; πέτρου Nic. Th.906: abs., AP9.159; to be reflected, πῦρ ἀπὸ πυρός Plu.2.931b.

German (Pape)

[Seite 406] ab-, wegspringen, πήδημα κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο, leichten Sprungs sprang er aus dem Schiff, Aesch. Pers. 297; Ar. Nubb. 148 u. Sp.; ἀφαλόμενος τοῦ ἵππου Plut. Caes. 27; abprallen, Nic. Tier. 907; vom Lichte Plut. de fac. orb. lun. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφάλλομαι: μέλλ. -αλοῦμαι, μετ’ Ἐπικ. ἀορ. ἀπάλμενος Βίων 4. 15· ἅλλομαι, πηδῶ ἀπό τινος, ἐπί τι, πήδημα κοῦφον ἐκ νεώς ἀφήλατο, ὅμοιον τῷ πήδημα πηδᾶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 305· ἐπί τὴν κεφαλὴν τὴν Σωκράτους ἀφήλατο (ἡ ψύλλα), ἀπεπήδησε καὶ ἐκάθισεν εἰς τὴν κεφ., κτλ., Ἀριστοφ. Νεφ. 147· ἀφ’ ἵππου Πλουτ. Καῖσ. 27. ΙΙ. ἀποπάλλομαι, ἀπό τῶν λείων Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 8, 11, πρβλ. Νικ. Θ. 906, Ἀνθ. Π. 9. 159· ἀντανακλῶμαι, ἐπὶ φωτός, Πλούτ. 2. 931D.