σανδάλιον

Revision as of 09:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of σάνδαλον, mostly in pl.,

   A sandals, Hdt. 2.91 (sg.), Cratin.131, Cephisod.4, LXX Jo.9.5.    2 horseshoe, σ. ὀνικά POxy.741.10 (ii A.D.).    II a surgical bandage, Heliod. (?)ap.Orib.49.35.3, as v.l. for σανδάλιος, ὁ, which is found also in Heraclas ap. eund.48.4.    III v. σάνδαλον 11.

German (Pape)

[Seite 860] τό, dim. von σάνδαλον; Her. 2, 91; Luc. Philop. 27 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σανδάλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σάνδαλον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 91, Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Κηφισόδ. ἐν «Τροφ.» 2, κτλ. ΙΙ. χειρουργικὸς ἐπίδεσμος, Ὀρειβάσ. 180· ὡσαύτως σανδάλιος, ὁ, ὁ αὐτ. 84. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σανδάλια· σάνδαλα. γυναικεῖα ὑποδήματα, ἃ καὶ βλαυτία. καὶ ἰατρικὸς ἐπίδεσμος σανδάλιον».