νᾶνος
English (LSJ)
ὁ,
A dwarf, Ar.Fr.427, Arist.HA577b27, Longin.44.5; one whose limbs are too small for his body, Arist.PA686b10. II cheese-cake, Ath.14.646c. (Freq. written νάννος in codd.; cf. sq.)
Greek (Liddell-Scott)
νᾶνος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, μικρόσωμος ἄνθρωπος, Τουρκ. «τζουτζές», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 134, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 2· ὁ ἔχων τὰ μέλη τοῦ σώματος μικρὰ καὶ δυσανάλογα πρὸς τὴν ἡλικίαν του, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 10 κἑξ. ΙΙ. πλακοῦς μετὰ τυροῦ, τυρόπηττα, Ἀθήν. 646C. (Συνήθως φέρεται νάνος, ὡς καὶ ὑπὸ τοῦ Βεκήρ. παρ’ Ἀριστ.: ἀλλὰ τὸ α εἶναι μακρόν, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, καὶ τὸ Λατ. nānus· τοῦτο δὲ ὑποδεικνύεται καὶ ἐκ τοῦ τύπου νάννος, τοῦ ἐπικρατοῦντος ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.).