συνεπιλάμπω
English (LSJ)
A illumine at the same time, Thphr. CP4.4.13, Plot.4.3.17.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιλάμπω: συγχρόνως ἐπιλάμπω, ἐὰν ἥλιοι συνεπιλάμψωσιν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 4, 13.
A illumine at the same time, Thphr. CP4.4.13, Plot.4.3.17.
συνεπιλάμπω: συγχρόνως ἐπιλάμπω, ἐὰν ἥλιοι συνεπιλάμψωσιν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 4, 13.