ἀφροντιστία
English (LSJ)
ἡ,
A heedlessness, τοῦ συμμέτρου Them.Or.15.186c; τοῦ βίου Porph.Plot.7. II in pass. sense, being unheeded, ὑπ' ἀνθρώπων Phld.Mort.36.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφροντιστία: ἡ, ἔλλειψις φροντίδος, ἀνεπιστασία, ἀδιαφορία, Θεμίστ. 186C.