λιπαρόζωνος

Revision as of 09:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A bright-girdled, θύγατρες B.8.49; Ἀέλιος E.Ph.175 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 50] mit glänzendem Gürtel, Eur. Phoen. 178, Helios.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰρόζωνος: -ον, ἔχων λιπαρὰν ζώνην, εὐπρεπέστατος, λιπαροζώνου Ἀελίου θύγατερ Σελαναία Εὐρ. Φοίν. 175, Βακχυλ. 8. 49 (ἔκδ. Blass).