ἡ, a plant,
A = κακκαλία, Dsc. 4.122 (v.l. λεαντική). II a dye, PLeid.X.98.
[Seite 28] ἡ, eine Pflanze, sonst κακαλία genannt, Diosc.
λεοντική: ἡ, συνώνυμον τῷ (φυτῷ) κακαλία, Διοσκ. 4. 123.