Ἑλληνιστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who uses the Greek language: a Greek Jew, Act.Ap.6.1, etc. II gentile, heathen, Jul.Ep.84a.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλληνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ χρώμενος τῇ Ἑλληνικῇ γλώσσῃ, ὅ ἐ. ἐν τῇ Κ. Δ. Ἰουδαῖος τὴν Ἑλληνικὴν ὁμιλῶν, Πράξεις Ἀποστ. ϛ΄, 1, κτλ. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. Ἐκκλ. ἐνίοτε, ὡς τὸ Ἕλλην Ι. 4, ἐθνικός.