ἀποσμικρόω
German (Pape)
[Seite 325] verkleinern, Tim. lex. v. ὑποκορίζεσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσμικρόω: τῷ ἑπομ., Τιμ. Λεξ. ἐν λ. ὑποκορίζεσθαι.
[Seite 325] verkleinern, Tim. lex. v. ὑποκορίζεσθαι.
ἀποσμικρόω: τῷ ἑπομ., Τιμ. Λεξ. ἐν λ. ὑποκορίζεσθαι.