κυφώνιον
English (LSJ)
τό, a kind of
A salve, Alex.Trall.1.10.
German (Pape)
[Seite 1539] τό, eine Salbe wie κῦφι, Alex. Trall.
Greek (Liddell-Scott)
κυφώνιον: τό, εἶδος ἀλοιφῆς, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. σ. 22· (ὁ Struve κύφινον ἐκ τοῦ κῦφι).
τό, a kind of
A salve, Alex.Trall.1.10.
[Seite 1539] τό, eine Salbe wie κῦφι, Alex. Trall.
κυφώνιον: τό, εἶδος ἀλοιφῆς, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. σ. 22· (ὁ Struve κύφινον ἐκ τοῦ κῦφι).