κεφαλοειδής
English (LSJ)
ές,
A shaped like a head, ὀρίγανος Hp.Int.6; λοβός Dsc.2.110; παρεξοχή Apollod.Poliorc.220.20; κορμός Oenom. ap. Eus.PE5.36.
German (Pape)
[Seite 1428] ές, kopfförmig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλοειδής: -ές, ἔχων τὸ σχῆμα κεφαλῆς, ὀρίγανον Ἱππ. 534. 41· κορμὸς Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 234Β.