διαιρέτης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A divider, distributor, Dam.Pr.273(pl.).
German (Pape)
[Seite 579] ὁ, der Trennende, Theilende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαιρέτης: -ου, ὁ, ὁ διαιρῶν, διανέμων, Γρηγ. Ναζ.
ου, ὁ,
A divider, distributor, Dam.Pr.273(pl.).
[Seite 579] ὁ, der Trennende, Theilende, Sp.
διαιρέτης: -ου, ὁ, ὁ διαιρῶν, διανέμων, Γρηγ. Ναζ.