στενόσημος
English (LSJ)
ον,
A with narrow border: ἡ σ.,= Lat. tunica angusticlavia, opp. πλατύσ-, Arr.Epict.1.24.12.
German (Pape)
[Seite 935] mit schmalem Saume, Ggstz πλατύσημος; ἡ στ., sc. ἐσθής, tunica angusticlavia, Arr. Epict. 1, 24.
Greek (Liddell-Scott)
στενόσημος: -ον, ὁ ἔχων στενὴν παρυφήν (οὔγιαν), στενὸν κράσπεδον, ἡ στενόσημος, τὸ παρὰ Ρωμαίοις tunica angust - clavia, ἀντίθετον τῷ πλατυσ-, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 12.