[ῠ], ἡ,
A shoulder-joint, Poll.2.137.
ὠμοκοτύλη: ἡ, ἡ τοῦ ὤμου ἄρθρωσις, καλουμένη καὶ ἐντύπωσις, Πολυδ. Β´, 137.