δελφύς
English (LSJ)
ύος, ἡ,
A womb, Hp.Steril.222, Arist.HA510b13, Ath.9.375a:—Dor. δελφύα, ἡ, acc. to Greg.Cor.p.344S.
German (Pape)
[Seite 544] ύος, ἡ, die Gebärmutter, Hippocr. u. Folgende.
Greek (Liddell-Scott)
δελφύς: -ύος, ἡ, ἡ μήτρα, Ἱππ. 680. 13, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 1, 21· Δωρ. δελφύα, ἡ, κατὰ τὸν Γρηγ. Κορ. 344. (Ἐντεῦθεν ἀδελφός).