ἡ,
A inability to keep silence, Plu.2.502c.
[Seite 370] ἡ, das Nichtschweigen, Plut. garrul. 2.
ἀσῑγησία: ἡ, τὸ μὴ σιγᾶν, πολυλογία, καὶ τοῦτο ἔχει πρῶτον κακὸν ἡ ἀσιγησία τὴν ἀνηκοΐαν Πλούτ. 2. 502C.