ἀβαρής
English (LSJ)
ές, (βάρος)
A without weight, Arist.Cael.277b19; ἀβαρῆ εἶναι ἀέρα καὶ πῦρ Zeno Stoic.1.27, cf. Chrysipp.Stoic.2.143, Plot. 6.9.9, etc.; light, γῆ AP7.461 (Mel.): metaph., ἀ. χρῆμα a light matter, Com.Adesp.158; παρρησία . . μαλακὴ καὶ ἀ. Plu.2.59c; of the pulse, Archig. ap. Gal.8.651. II not offensive, ὀσμαί Aret.CA2.3; of persons, not burdensome, ἀ. ἑαυτὸν τηρεῖν, παρέχειν, 2 Ep.Cor.11.9, CIG5361.15 (Berenice). Adv. -ρῶς without giving offence, Simp. in Epict.p.85D.; without taking offence, ib.p.88D.
German (Pape)
[Seite 2] ές (βάρος), nicht schwer, leicht, Arist. coel. 1, 8; Luc. Dial. Mort. 10, 5; überhaupt nicht lästig, Mel. 121 (VII, 461) und N. T, wie 2 Cor. 11, 9τινί
Greek (Liddell-Scott)
ἀβᾰρής: ές (βάρος) = ἄνευ βάρους, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 8, 16. Πλουτ. κτλ. σφυγμὸς ἀβ., ἐλαφρὸς σφυγμός, Γαλην. ΙΙ. οὐχὶ ἐνοχλητικός, ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀβαρῆ ἑαυτὸν τηρεῖν πρὸς Κορ. Βϳ, ιβϳ, 9. ἀβ. ἑαυτὸν παρέχειν Συλλ. Ἐπιγρ. 5361:15. ― ἐπιρρ. -ρῶς = ἐλαφρῶς, ἄνευ προσβολῆς, ἀνεπαχθῶς. Σιμπλίκ.