ὑποκαθέζομαι
English (LSJ)
A lie in ambush, Anon. ap. Suid., Onos.6.7; late aor. ὑποκαθεσθῆναι, sink, settle down, Sch.Th.3.89, Gp.6.18 (v.l. ἐπικ-).
German (Pape)
[Seite 1218] (s. ἕζομαι), = ὑποκάθημαι, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκαθέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι, ἀποθ. καθέζομαι κρυφίως, χάριν ἐνέδρας), Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· μεταγεν. ἀόρ. ὑποκαθέσθην, κατεκάθισα, «τὸ μέρος τῆς γῆς ὑποκαθέσθη», Σχόλ. εἰς Θουκυδ. 2. 89, Γεωπον. 6. 18 (ἐπικ· εἶναι πλημμ. γραφ.).