χερουβικός
Greek (Liddell-Scott)
χερουβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν χερούβ, Μεθόδ. 360C, Κύριλλ. Ἱεροσ. 1192· χερουβικὸς θρόνος Θεόδ. Ἀγκ. 1404D, Γελάσ. 1316C· - ὁ χερουβικός ὕμνος, ὁ ᾀδόμενος κατὰ τὴν μεγάλην εἴσοδον, ἄρχεται δὲ ὧδε: οἱ τὰ χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες Ψευδοϊακώβου Λειτουργ. σ. 53· τό χερουβικόν, Ψευδογερμαν. 416D, 420Β, Κεδρ. Ι, 685, κλπ.