ἔλευσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A coming, arrival, εἰς βίον Corn.ND28, cf. Tz.H.7.572, Sch.A.R.4.887, Hsch. 2 the Advent of Christ, Act.Ap.7.52.
German (Pape)
[Seite 796] ἡ, das Kommen, die Ankunft, Sp., wie D. Hal. 3, 59.
Greek (Liddell-Scott)
ἔλευσις: -εως, ἡ, ἄφιξις, ἐρχομός, Διον. Ἁλ. 3. 59. 2) ἡ παρουσία, ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου ἡμῶν, περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου Πράξ. Ἀπ. ζ΄, 52.