ὁ, (φέρβω)
A ass-keeper, Hdt.6.68,69.
[Seite 350] Esel weidend, ὁ, der Eselhüter, Her. 6, 68. 69.
ὀνοφορβός: -όν, (φέρβω) ὁ τρέφων ὄνους, Ἡρόδ. 6. 68, 69.