σφηνοειδής
English (LSJ)
ές,
A wedge-shaped, Thphr.CP1.6.8, Ascl.Tact.7.2, Heliod. ap. Orib.49.4.35, Gal.2.752.
Greek (Liddell-Scott)
σφηνοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα σφηνός, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 8, Ὀρειβάσ.
ές,
A wedge-shaped, Thphr.CP1.6.8, Ascl.Tact.7.2, Heliod. ap. Orib.49.4.35, Gal.2.752.
σφηνοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα σφηνός, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 8, Ὀρειβάσ.