καλλίχροος

Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A beautiful-coloured, νάρκισσος prob. l. in Cypr. Fr.4.6.

German (Pape)

[Seite 1311] schönfarbig, Sp., Conj. für καλλίῤῥοος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίχροος: -ον, ἔχων καλόν, ζωηρὸν χρῶμα, ἄνθεσι ναρκίσσου καλλιχρόου (δι. γραφ. καλλιρρόου, ἀλλ’ ὁ Μeineke ἐξέδωκεν: ἄνθεσι ναρκίσου καὶ λειρίου) Κύπρια ἔπη παρ’ Ἀθην. 682F.