ές, (φυή)
A divided into many, manifold, Arist.HA493a1.
[Seite 676] ές, vielartig, mannichfaltig; Arist. H. A. 1, 11; Theophr.
πολῠφυής: -ές, (φυὴ) ὁ εἰς πολλὰ διῃρημένος, πολυμερής, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· πρβλ. διφυής.