κοινοβουλευτικός

Revision as of 10:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν,

   A deliberative, Hippod. ap. Stob.4.1.94.

German (Pape)

[Seite 1468] ή, όν, zur gemeinschaftlichen Berathschlagung gehörig, Hippodam. Stob. Floril. 43, 93.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοβουλευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κοινὴν σύσκεψιν, εἰς κοινοβούλιον, Ἱππόδ. παρὰ Στοβ. 248. 39.