φύσκη

Revision as of 10:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ἡ, (φυσάω)

   A the large intestine, esp. as stuffed with pudding, sausage, black-pudding, gen. φύσκης Ar.Eq.364, Pherecr.45; pl. φύσκαι Cratin.164 (troch.); nom. sg. φύσκη Eub.63.6 (anap.), Dor. φύσκα prob.a nickname, 'pot-belly', Sophr.23; acc. φύσκην Philem. 60.2.    II blister or weal on the hand, Sch.Ar.V.1114 (nom. φύσκα).    III gall-bag on a plant, Dsc.Alex.22.

German (Pape)

[Seite 1319] ἡ, der Magen u. der dicke Darm u. die daraus bereitete Wurst, Ar. Equ. 364 u. a. com.; – die Blase, Schwiele in der Hand, Schol. Ar. Vesp. 1119.

Greek (Liddell-Scott)

φύσκη: ἡ, κοινῶς «φοῦσκα», ὁ στόμαχος ἢ τὸ παχὺ ἔντερον, ἅπερ παρεσκεύαζον πληροῦντες μὲ κρέας κοπανιστὸν καὶ ἄλλα, «κοιλιὰ παραγεμιστὴ ἢ κωλάντερον», Λατ. botulus, γεν. φύσκης Ἀριστοφάν. Ἱππ. 364˙ φύσκης τόμος Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1˙ πληθ. φύσκαι Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1˙ ἑνικ. ὀνομ. φύσκη Εὔβουλος ἐν «Λάκωσι» 1˙ αἰτ. φύσκην Φιλήμων ἐν «Παρεισιόντι» 1˙ ΙΙ. φλύκταινα ἐν τῇ χειρὶ ἐκ τοῦ κωπηλατεῖν, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Σφ. 1117, ἔνθα ἡ ὀνομ. φύσκα.