μίασμα, ἀσέβημα, κτλ., Hsch.; also,
A = τὸ δυσῶδες, Id. μιαχρός, ά, όν, = καθαρός, Id.
[Seite 182] τό, u. μιαχρός, = μίασμα, μιαρός, Hesych.
μίαχος: (;) «μίασμα, ἀσέβημα· τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ δυσώδους» Ἡσύχ.