Ἀργολὶς

Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

Ἀργολὶς: (ἐξυπακουομ. γῆ), ίδος, ἡ, ἡ παραλία πεδιὰς τοῦ Ἄργους παρὰ τὸν Ἀργολικὸν κόλπον, ἥν πρότερον ἐκάλουν Ἄργος ἢ Ἀργείαν, ἐν γένει πᾶσα ἡ χώρα τοῦ Ἄργους, τὰς γὰρ Θυρέας ταύτας, ἐούσας τῆς Ἀργολίδος μοίρης… ἔσχον οἱ Λακεδαιμόνιοι Ἡρόδ. 1. 82, κλ. 2) ὡς ἐπίθ., ὁ, ἡ, ἐκ τῆς Ἀργολίδος, Ἀργολικός, ἐσθὴς Αἰσχύλ. Ἱκ. 236· μεταγεν. Ἀργολικός, ή, όν, Πλουτ. Ρωμ. 21. -Ἐπίρρ, -κῶς Εὐστ. 722. 63.