ταὐτίζω

Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A use as synonymous, Eust.8.33, etc.; ἕν εἰσι καὶ ταὐτίζονται Procl. in Prm. (Suppl.) p.1008 S.

German (Pape)

[Seite 1074] zu Einem und Ebendemselben machen, als einerlei ansehen, tautologisch reden, Sp., bes. Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτίζω: (ἢ ταυτίοω) ἀντὶ τοῦ εἰς ἓν τάττω, «ἰστέον δὲ ὅτι τινὲς οὐχ, ὡς εἴρηται, ταυτίζουσι θυμὸν καὶ ὀργήν, ἀλλὰ διαφορὰς αὐτῶν οἴδασι» Εὐστ. 8. 33, κτλ.· ― ταυτισμός, ὁ, ταυτότης Νικήτ. Χρον. 199D. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 181.