τολμητικός

Revision as of 10:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν,

   A = τολμηρός, in Sup., Hippod. ap. Stob.4.1.94.

German (Pape)

[Seite 1126] = τολμηρός, Schol. Eur. Or. 1405.

Greek (Liddell-Scott)

τολμητικός: -ή, -όν, = τολμηρός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1405· ὑπερθετ. τολμητικώτατος, θυμικωτάτων καὶ τολμητικωτάτων Ἱπποδάμας παρὰ Στοβ. 248. 56.