ἀπότριψις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A mashing, PSI4.332.24 (iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότριψις: ἡ, τὸ ἀποτρίβειν, ἐπὶ ἐκκρίσεων ἢ περιττωμάτων, Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. σ. 292. 16.
εως, ἡ,
A mashing, PSI4.332.24 (iii B.C.).
ἀπότριψις: ἡ, τὸ ἀποτρίβειν, ἐπὶ ἐκκρίσεων ἢ περιττωμάτων, Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. σ. 292. 16.