ἀκρονυχία
English (LSJ)
ἡ,
A nightfall, Suid., Tz.ad Hes.Op.565.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρονῠχία: ἡ, ἀκρόνυξ, Σουΐδ., Τζέτζ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 565.
ἡ,
A nightfall, Suid., Tz.ad Hes.Op.565.
ἀκρονῠχία: ἡ, ἀκρόνυξ, Σουΐδ., Τζέτζ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 565.