v. ἐπενδύνω.
[Seite 915] (s. δύω), noch dazu, darüber anziehen, ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι Plut. Pelop. 11; VLL.
ἐπενδύω: ἴδε ἐπενδύνω, ἐν τέλει.