ποικιλόνωτος
English (LSJ)
ον,
A with back of various hues, ὄφις Pi.P.4.249; δράκων E.IT1241(lyr.); δόρξ Id.HF376(lyr.).
German (Pape)
[Seite 650] mit buntem, schillerndem Rücken; ὄφις, Pind. P. 4, 249; δράκων, Eur. I. T. 1245; sp. D., wie Nonn. D. 19, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόνωτος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα ποικιλόχροα, ὄφις Πινδ. 4. 442 δράκων Εὐρ. Ι. Τ. 1245· ποικιλόνωτον δόρκα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 376.