ἐγγλύφω
English (LSJ)
A carve, ζῷα ἐν λίθοισι Hdt.2.4; ζῷα ἐγγεγλυμμένα ib.124; αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι ib.138; λίθος εἰκόνα -γεγλυμμένος J.AJ19.2.3; hollow out, [γογγύλην] Dsc.2.110, al.:—Pass., ὀστοῦ-γλυφέντος having a groove, Gal.2.255.
German (Pape)
[Seite 701] einschneiden, eingraben, in Stein, Holz u. dgl.; Her. ζῷα ἐν λίθοις 2, 4, u. öfter im pass., ἐγγέγλυμμαι 2, 106. 148; Plat. Eryx. 400 b; auch Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγλύφω: ῠ: μέλλ. -ψω, χαράττω, ἐγχαράττω, «σκαλίζω», ζῷα ἐν λίθισοι Ἡρόδ. 2. 4· ζῷα ἐγγεγλυμμένα αὐτόθι 124· αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι αὐτόθ. 138.