ὑπόχειρ
English (LSJ)
ὁ, ἡ, = sq., S.El.1092 (lyr., Musgr. for ὑπὸ χεῖρα).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόχειρ: ὁ, ἡ, = τῷ ἑπόμ., Σοφ. Ἠλ. 1092 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. ἀντὶ ὑπὸ χεῖρα).
ὁ, ἡ, = sq., S.El.1092 (lyr., Musgr. for ὑπὸ χεῖρα).
ὑπόχειρ: ὁ, ἡ, = τῷ ἑπόμ., Σοφ. Ἠλ. 1092 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. ἀντὶ ὑπὸ χεῖρα).