ποδος, ὁ,
A clog for the foot, in pl., = κλάποι, Tz.H.13.300.
κλοιόπους: ποδος, ὁ, ξύλον ἐν ᾧ συσφίγγονται οἱ πόδες τῶν καταδίκων, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 300.