συνέδρα
English (LSJ)
ἡ,
A = συνεδρεία, IG9(1).694.95 (Corc., ii B.C.); = Lat. statio, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1010] ἡ, = συνεδρία, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
συνέδρα: ἡ, = συνεδρία, Ἐπιγρ. Κερκ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 95, Ἡσύχ.
ἡ,
A = συνεδρεία, IG9(1).694.95 (Corc., ii B.C.); = Lat. statio, Hsch.
[Seite 1010] ἡ, = συνεδρία, Hesych.
συνέδρα: ἡ, = συνεδρία, Ἐπιγρ. Κερκ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 95, Ἡσύχ.