Adv., (παραμελέω)
A negligently, διατρεφόμενος Plu. 2.34od, f.l. in D.H.7.12.
[Seite 521] adv. part. perf. pass. von παραμελέω, vernachlässigt, Dion. Hal. 7, 12 Luc. amor. 50.
παρημελημένως: Ἐπίρρ., ἀμελῶς, ἀπερισκέπτως, Διον. Ἁλ. 7. 12.